Οι αβέβαιες προοπτικές για την ανάκαμψη της ζήτησης οδηγούν σε αδράνεια πολλά διυλιστήρια σε Ασία και Αμερική ενώ η τάση αυτή αναμένεται να επεκταθεί και στην Ευρώπη, όπου διευρύνονται τα lockdown ως μέτρο αντιμετώπισης της εξάπλωσης του COVID-19.

Η πανδημία έχει προκαλέσει πτώση στην παγκόσμια ζήτηση καυσίμων κατά 30% ενώ δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς εκτιμήσεις για το πότε και εάν η κατανάλωση θα επιστρέψει στα προ COVID-19 επίπεδα.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Royal Dutch Shell δήλωσε ότι κλείνει το διυλιστήριό της στο Convent, στη Λουιζιάνα, τη μεγαλύτερη τέτοια εγκατάσταση στις ΗΠΑ. Αυτό θα γίνει μέσα στο Νοέμβριο καθώς η εταιρεία απέτυχε να βρει αγοραστή ενώ προσδοκά να πουλήσει όλα της τα διυλιστήρια εκτός από έξι (διυλιστήρια και χημικές μονάδες). Παράλληλα, σκέφτεται να βάλει λουκέτο στις εγκαταστάσεις που δεν μπορεί να πουλήσει. Η Marathon Petroleum το μεγαλύτερο διυλιστήριο των ΗΠΑ κατ ‘όγκο, σχεδιάζει να σταματήσει μόνιμα την επεξεργασία σε διυλιστήρια στο Μαρτίνεζ, στην Καλιφόρνια και στο Γκάλαπ, Νέο Μεξικό.

Ακόμη, στη Σιγκαπούρη, η Shell θα μειώσει κατά το ήμισυ την ικανότητα επεξεργασίας αργού πετρελαίου και θα περικόψει τις θέσεις εργασίας στο διυλιστήριο πετρελαίου Pulau Bukom, στο πλαίσιο μιας γενικής αναθεώρησης για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) έως το 2050.

Στην Ιαπωνία, το μεγαλύτερο διυλιστήριο της Ιαπωνίας, η Eneos Corp, στο τέλος Σεπτεμβρίου, έκλεισε οριστικά τη μονάδα απόσταξης αργού δυναμικότητας 115.000 βαρελιών την ημέρα στο διυλιστήριο της Οζάκα.

Στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, η Exxon Mobil προτρέπει την αυστραλιανή κυβέρνηση να αρχίσει να χορηγεί βοήθεια στα διυλιστήρια πετρελαίου της χώρας μέχρι τον Ιανουάριο μετά από την απόφαση της BP στις αρχές Νοεμβρίου να κλείσει το μεγαλύτερο διυλιστήριο της χώρας.

Η BP, από την πλευρά της, σκοπεύει να σταματήσει την παραγωγή καυσίμων στην Αυστραλία και θα μετατρέψει το ζημιογόνο διυλιστήριο Kwinana, το μεγαλύτερο από τα τέσσερα της χώρας, σε τερματικό εισαγωγής καυσίμων λόγω του σκληρού ανταγωνισμού στην Ασία.

Η Αυστραλία πρότεινε να προσφέρει κίνητρα αξίας 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων (1,68 δισεκατομμύρια δολάρια) σε διάστημα 10 ετών για να διατηρήσει τα τέσσερα εναπομείναντα διυλιστήρια πετρελαίου της χώρας ανοιχτά και δήλωσε ότι θα επενδύσει στην κατασκευή αποθήκευσης καυσίμων στο πλαίσιο ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου ασφάλειας εφοδιασμού καυσίμων.

Η Viva Energy δήλωσε ότι η πλήρης διακοπή λειτουργίας του διυλιστηρίου της στη Βικτώρια βρίσκεται προ των πυλών ενώ η NZ δήλωσε ότι στα τέλη Ιουνίου σκέφτεται να κλείσει το μοναδικό διυλιστήριο πετρελαίου της Νέας Ζηλανδίας και να το μετατρέψει σε τερματικό εισαγωγής καυσίμων, αλλά πρώτα θα μειώσει τις δραστηριότητές του για να μειώσει τα κόστη μέχρι το 2021.

Στις Φιλιππίνες, η Royal Dutch Shell θα κλείσει οριστικά τη μονάδα Tabangao δυναμικότητας 110.000 βαρελιών ανά ημέρα στην επαρχία Batangas.

Στην Ευρώπη, ο όμιλος Gunvor δήλωσε τον Ιούνιο ότι σκέφτεται θέσει σε παύση το διυλιστήριο της δυναμικότητας 110.000 βαρελιών την ημέρα στην Αμβέρσα, καθώς η πανδημία έπληξε την οικονομική βιωσιμότητα του εργοστασίου.

Η Petroineos δήλωσε στις 10 Νοεμβρίου ότι σκοπεύει να κάνει το ίδιο για το 50% της παραγωγικότητας (200.000 βαρελιών την ημέρα)στο Grangemouth της Σκωτίας.

Ο γαλλικός κολοσσός Total,  είπε τον Σεπτέμβριο ότι επενδύει περισσότερα από 500 εκατομμύρια ευρώ (583 εκατομμύρια δολάρια) για να μετατρέψει το Grandpuits στη Γαλλία, το διυλιστήριο σε πλατφόρμα για βιοκαύσιμα, η οποία θα είναι μηδενικών εκπομπών.

Όπως φαίνεται όμως θα υπάρξει και συνέχεια καθώς η συμβουλευτική εταιρεία Wood Mackenzie έχει εντάξει στη λίστα με τα εργοστάσια που οδεύουν προς “λουκέτο” μονάδες στις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία και τη Σκωτία.

Πηγή: Reuters